κοσμιαῖος

κοσμιαῖος
κοσμ-ιαῖος, α, ον, (κόσμος IV)
A of the size of the universe, Democr. ap. Placit.1.12.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοσμιαίος — κοσμιαῑος, αία, ον (Α) [κόσμος] αυτός που έχει μέγεθος όσο και ο κόσμος, το σύμπαν …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • κοσμιαίαν — κοσμιαίᾱν , κοσμιαῖος of the size of the universe fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”